- ταρπάνος
- ο, Νζωολ. φυλή άγριων αλόγων τής Ευρώπης και τής Ασίας, που εξαφανίστηκε περί τα τέλη τού 19ου αιώνα από το ανελέητο κυνήγι τού ανθρώπου.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. tarpan, από λ. τής κιργισιανής γλώσσας].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.